- σάκκοι
- σάκκοςcoarse cloth of hairmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δισάκκι — το (AM δισάκκιον) 1. δύο μικροί υφασμάτινοι ή δερμάτινοι σάκκοι ενωμένοι στο στόμιο τους 2. σάκκος, ταγάρι νεοελλ. στρ. διπλός ατομικός σάκκος ιππέων και πυροβολητών όπου τοποθετούν τα ατομικά τους είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + σακκίον < σάκκος] … Dictionary of Greek
νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού … Dictionary of Greek